- στειροποιώ
- [стиропио] р. стерилизовать.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
στειροποιώ — έω, Ν στειρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στείρος + ποιώ (< ποιός*). Το ρ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
στειροποίηση — η, Ν στείρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < στειροποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. στειροποίησις, μαρτυρείται από το 1892 στον Π. Αποστολίδη] … Dictionary of Greek